ζουπώ
Смотреть что такое "ζουπώ" в других словарях:
ζουπώ — άω και ζουπίζω ζουλάω, πιέζω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουπίζω < *διοπίζω «βγάζω τον οπό (χυμό)». Ο τ. ζουπώ μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουπίζω (πρβλ. ζουλίζω ζουλώ, σκορπίζω σκορπώ κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
ζουπάω — και ζουπώ και ζουπίζω ζούπησα και ζούπηξα, ζουπήχτηκα, ζουπηγμένος 1. πιέζω ισχυρά: Ζούπα το φελλό να πέσει μέσα στο μπουκάλι. 2. συνθλίβω για εξαγωγή χυμού: Ζουπώ το λεμόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζούπητος — και ηχτος, η, ο [ζουπώ] ο αζούπιστος … Dictionary of Greek
ζουπίζω — βλ. ζουπώ … Dictionary of Greek